αρχιπρεσβύτερος

αρχιπρεσβύτερος
αρχιπρεσβύτερος ο

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρχιπρεσβύτερος" в других словарях:

  • αρχιπρεσβύτερος — ο (Μ ἀρχιπρεσβύτερος) ο πρώτος ανάμεσα στους πρεσβύτερους νεοελλ. τίτλος ο οποίος απονέμεται από την εκκλησιαστική Αρχή σε πρεσβύτερους που διακρίθηκαν για το ήθος, τη μόρφωση και τη δράση τους μσν. αρχιερατικός επίτροπος, πρεσβύτερος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Protopope — A Protopope (Greek for first Pope ), or Protopresbyter, is a priest of higher rank in the Orthodox and Byzantine Catholic Churches, corresponding in general to the Western archpriest or Latin dean. HistoryThe rights and duties of these… …   Wikipedia

  • Archiprêtre — Dans l Église catholique romaine, archiprêtre est un titre honorifique attribué à un prêtre, en général le curé d une église importante, de l’église principale d’une ville ou d’un ensemble de paroisses[1], ou encore d une cathédrale ou une… …   Wikipédia en Français

  • Архипресвитер — (греч. ἀρχιπρεσβύτερος, лат. archipresbyter) старший пресвитер, содействовавший епископу в осуществлении его священнических обязанностей. Исторически различались архипресвитер кафедрального собора и сельский архипресвитер. Архипресвитер… …   Википедия

  • Protopape — Un protopape (en grec Πρωτόπαππας Protopappas « premier prêtre ») est un prêtre de rang élevé dans les Églises orthodoxes, correspondant au rang d archiprêtre ou de doyen. Le rôle du protopape a varié au cours des âges et dans les… …   Wikipédia en Français

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԱԳԵՐԷՑ — (երիցու.) NBH 1 0387 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ἁρχιπρεσβύτερος archipresbyter Աւագ երէց կամ քահանայ. գլխաւորն քահանայից. *յաւագերիցւն տունն երթիցեն. Կանոն.: *Աւագերիցուն պաշտօն արասցէ. Լմբ. պտրգ.: *Աւագերիցու… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πρωτόπαπας — πρωτόπαπας, ο και πρωτοπαπάς, ο ο πρώτος από τους ιερείς, αλλ. πρωτοπρεσβύτερος, πρωθιερέας, αρχιπρεσβύτερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»